ιστιοπλοώ

ιστιοπλοώ
(ε) αμετ. плавать на парусном судне

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιστιοπλοώ" в других словарях:

  • ιστιοπλοώ — έω πλέω με ιστία, αρμενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοπλόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»